ομόκληρος

ομόκληρος
ὁμόκληρος και δωρ. τ. ὁμόκλαρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει όμοιο κλήρο, ίσο μερίδιο σε περιουσία
2. αυτός που κληρονομεί κάτι σε ίση μοίρα μαζί με άλλους, συγκληρονόμος («ὁμοκλάρεον ἀδελφεόν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + κλῆρος (πρβλ. πολύ-κληρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὁμοκλήροις — ὁμόκληρος having an equal share masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόκληρον — ὁμόκληρος having an equal share masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομοκληρία — ὁμοκληρία, ἡ (Α) [ομόκληρος] η από κοινού και εξίσου συμμετοχή σε περιουσία, το να έχει κάποιος όμοιο κλήρο, ίσο μερίδιο σε περιουσία …   Dictionary of Greek

  • ομόκλαρος — ὁμόκλαρος, ον (Α) (δωρ. τ.) βλ. ομόκληρος …   Dictionary of Greek

  • ὁμοκλάροις — ὁμοκλά̱ροις , ὁμόκληρος having an equal share masc dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόκλαρον — ὁμόκλᾱρον , ὁμόκληρος having an equal share masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”