ὁμοκλήροις — ὁμόκληρος having an equal share masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόκληρον — ὁμόκληρος having an equal share masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομοκληρία — ὁμοκληρία, ἡ (Α) [ομόκληρος] η από κοινού και εξίσου συμμετοχή σε περιουσία, το να έχει κάποιος όμοιο κλήρο, ίσο μερίδιο σε περιουσία … Dictionary of Greek
ομόκλαρος — ὁμόκλαρος, ον (Α) (δωρ. τ.) βλ. ομόκληρος … Dictionary of Greek
ὁμοκλάροις — ὁμοκλά̱ροις , ὁμόκληρος having an equal share masc dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόκλαρον — ὁμόκλᾱρον , ὁμόκληρος having an equal share masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)